- ηθοποιία
- η (AM ἠθοποιία) [ηθοποιός]1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρωννεοελλ.1. η τέχνη τού ηθοποιού, τού θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα διανοήματα ή τα συναισθήματά του με τον λόγο ή με μιμητικές κινήσεις2. συνεκδ. ο τρόπος με τον οποίο υποδύεται τον ρόλο του ένας ηθοποιός, το παίξιμο3. η έντεχνη και προσποιητή εκδήλωση συναισθημάτων τα οποία στην πραγματικότητα δεν αισθάνεται αυτός που τά εκδηλώνει4. ακριβής και σαφής χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος με τρόπο που προκαλεί την προσοχή τού ακροατήμσν.ηθική διδασκαλίαμσν.-αρχ.(ρητ.) η απόδοση, η μεταφορά τών λόγων ή τών πράξεων ενός προσώπου σε κάποιο άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.